Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΔΙΗΝΕΚΗ ΠΟΝΤΙΚΟΥ



ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΤΟΥ ΔΙΗΝΕΚΗ ΠΟΝΤΙΚΟΥ
Ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς, ο συγγραφέας της ιστορίας των Περσικών πολέμων, έδωσε τον ακόλουθο ορισμό του «Έλληνικού», δηλαδή της ελληνικότητας, στην Ιστορία του (8, 144):
τ λληνικόν, ἐὸν μαιμόν τε κα μόγλωσσον, κα θεν δρύματά τε κοιν κα θυσίαι θεά τε μότροπα
ΜΕΤ. το Ελληνικόν, το οποίο είναι όμαιμον και ομόγλωσσο και έχει κοινούς τόπους ιδρυθέντες για τους θεούς και θυσίες και παρόμοια ήθη
Ο Ηροδοτος (1, 148) κοροϊδεύει τον ισχυρισμό των Ιώνων των δώδεκα πόλεων της Μικράς Ασίας πως είναι περισσότερο Ίωνες από τους υπόλοιπους, αναφέροντας τα διάφορα έθνη με τα οποία έχουν αναμιχθεί:
Τούτων δ ενεκα κα ο ωνες δυώδεκα πόλις ποιήσαντο, πε ς γέ τι μλλον οτοι ωνές εσι τν λλων ώνων κάλλιόν τι γεγόνασι, μωρίη πολλ λέγειν, τν βαντες μν ξ Εβοίης εσ οκ λαχίστη μορα, τοσι ωνίης μέτα οδ το ονόματος οδέν, Μινύαι δ ρχομένιοί σφι ναμεμίχαται κα Καδμεοι κα Δρύοπες κα Φωκέες ποδάσμιοι κα Μολοσσο κα ρκάδες Πελασγο κα Δωριέες πιδαύριοι, λλα τε θνεα πολλ ναμεμίχαται. Ο δ ατν π το πρυτανηίου το θηναίων ρμηθέντες κα νομίζοντες γενναιότατοι εναι ώνων, οτοι δ ο γυνακας γάγοντο ς τν ποικίην λλ Καείρας σχον, τν φόνευσαν τος γονέας.
ΜΕΤ. Γι' αυτούς τους λόγους οι Ίωνες έχτισαν δώδεκα πόλεις επειδή είναι τάχα αυτοί περισσότερο Ίωνες από τους άλλους Ίωνες, ή με πιο καλή καταγωγή, μιλώντας με πολλή μωρία, αφού κατάγονται από τους Άβαντες από την Εύβοια σε σημαντικό βαθμό, και αναμίχθηκαν με Μίνυες από τον Ορχομενό και Καδμείους και Δρύοπες και αποδάσμιους Φωκαείς και Μολοσσούς και Πελασγούς από την Αρκαδία και Δωριείς από την Επίδαυρο, και με πολλά άλλα έθνη. Αυτοί ξεκίνησαν από το πρυτανείο των Αθηνών, νομίζοντας πως έχουν την πιο ευγενική καταγωγή, όμως δεν πήραν γυναίκες μαζί τους στην αποικία αλλά πήραν γυναίκες από την Καρία, αφού φόνευσαν τους γονείς τους.
Στη συνέχεια (1, 147), αποδέχεται ειρωνικά τον ισχυρισμό τους, αναγνωρίζοντας πως χρησιμοποιούν το όνομα περισσότερο από τους άλλους Ίωνες:
λλ γρ περιέχονται το ονόματος μλλόν τι τν λλων ώνων, στωσαν δ κα ο καθαρς γεγονότες ωνες.
Αλλά μιας και χρησιμοποιούν το όνομα περισσότερο από τους άλλους Ίωνες, ας είναι λοιπόν Ίωνες με καθαρή καταγωγή.
Ο Ηρόδοτος (1, 58) αναφέρει πως το Ελληνικό έθνος είχε την ίδια γλώσσα, αποσχίσθηκε από το Πελασγικό, και μεγάλωσε με την προσθήκη άλλων βαρβαρικών εθνών, και κυρίως του Πελασγικού. Φαίνεται δηλαδή πως οι Έλληνες αποτελούσαν έναν κλάδο του ευρύτερου Πελασγικού έθνους, ο οποίος μίλησε Ελληνικά. Στη συνέχεια προσεχώρησαν σε αυτούς τόσο Πελασγοί οι οποίοι δεν μιλούσαν Ελληνικά, αλλά και άλλοι βάρβαροι:
τ δ λληνικν γλσσ μν πετε γνετο αε κοτε τ ατ διαχρται, ς μο καταφανεται εναι: ποσχισθν μντοι π το Πελασγικο ἐόν σθενς, π σμικρο τεο τν ρχν ρμμενον αξηται ς πλθος τν θνων, Πελασγν μλιστα προσκεχωρηκτων ατ κα λλων θνων βαρβρων συχνν. πρσθε δ ν μοιγε δοκει οδ τ Πελασγικν θνος, ἐὸν βρβαρον, οδαμ μεγλως αξηθναι.
ΜΕΤ. Το Ελληνικό έθνος είχε πάντοτε την ίδια γλώσσα: αφού αποσχίσθηκε από το Πελασγικό ήταν ασθενές, αλλά από μικρό που ήταν αρχικά αυξήθηκε μέσω των πολλών προσχωρήσεων σε αυτό Πελασγών και άλλων βαρβαρικών εθνών. Μου φαίνεται πως το Πελασγικό έθνος, δεν μεγάλωσε όταν ήταν βαρβαρικό.
Ο Θουκυδίδης (Ιστορία, 1, 3) αναφέρει πως το Ελληνικό όνομα δεν ήταν σε κοινή χρήση έως ότου πολλά άλλα έθνη και ιδιαίτερα το Πελασγικό το υιοθέτησαν μέσω των σχέσεών τους με τον Έλληνα και τους γιούς του:
δοκε δ μοι, οδ τονομα τοτο ξμπασ πω εχεν, λλ τ μν πρ λληνος το Δευκαλωνος κα πνυ οδ εναι πκλησις ατη, κατ θνη δ λλα τε κα τ Πελασγικν π πλεστον φ' αυτν τν πωνυμαν παρχεσθαι, λληνος δ κα τν παδων ατο ν τ Φθιτιδι σχυσντων, κα παγομνων ατος π' φελίᾳ ς τς λλας πλεις, καθ' κστους μν δη τ μιλίᾳ μλλον καλεσθαι λληνας, ο μντοι πολλο γε χρνου [δνατο] κα πασιν κνικσαι.
ΜΕΤ. Μου φαίνεται πως ούτε το όνομα είχε καθολική αποδοχή, αλλά πριν από τον Έλληνα το γιο του Δευκαλίωνα δεν υπήρχε, και διάφορες ονομασίες, και επί το πλείστον η Πελασγική χρησιμοποιούνταν για τα έθνη, όταν όμως ο Έλλην και οι γιοί του έγιναν ισχυροί στη Φθιώτιδα, και πήγαν προς βοήθεια στις άλλες πόλεις, με την αμοιβαία συναναστροφή επικράτησε η ονομασία, αλλά και πάλι μετά από πολύ χρόνο κατόρθωσε να επιβληθεί σε όλους.
O Ισοκράτης ο Αθηναίος, ρήτορας και πολιτικός, μιλώντας πιθανώς στους Ολυμπιακους αγώνες, έδωσε έναν διαφορετικό ορισμό της Ελληνικότητας, θέλοντας να αναδείξει την αίγλη της Αθηναϊκής παιδείας (Πανηγυρικός, 50):
κα τ τν λλήνων νομα πεποίηκεν μηκέτι το γένους, λλ τς διανοίας δοκεν εναι, κα μλλον λληνας καλεσθαι τος τς παιδεύσεως τς μετέρας τος τς κοινς φύσεως μετέχοντας.
ΜΕΤ. και έκανε το όνομα των Ελλήνων να μην δηλώνει πλέον την καταγωγή αλλά τη διανόηση, και περισσότερο να καλούνται Έλληνες αυτοί που μετέχουν στη δικιά μας παιδεία παρά στην κοινή φύση.
Το Ελληνικό όνομα δεν ήταν πάντοτε σε ευρεία χρήση, ούτε ήταν δηλωτικό της ίδιας οντότητας. Στον Όμηρο (B, 684-5) οι Έλληνες είναι μαζί με τον Αχιλλέα, και όχι όλοι οι συμμετέχοντες στην Τρωϊκή εκστρατεία:
Μυρμιδόνες δ καλεντο κα λληνες κα χαιοί,
τ
ν α πεντήκοντα νεν ν ρχς χιλλεύς.
ΜΕΤ. αυτοί που λεγόντουσαν Μυρμιδόνες και Έλληνες και Αχαιοί, αυτοί είχαν πενήντα καράβια με αρχηγό τον Αχιλλέα
Παραταύτα, ο Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, σύγχρονος του Ιπποκράτη και πολύ νεώτερος του Ομήρου μας λέει (Μετεωρολογικά, 352b) πως οι Έλληνες πριν αποκτήσουν αυτό το όνομα ήταν γνωστοί ως Γραικοί:
κουν γρ ο Σελλο νταθα κα ο καλούμενοι τότε μν Γραικο νν δ’ λληνες
ΜΕΤ. Γιατί κατοικούσαν εκεί οι Σελλοί και οι τότε καλούμενοι Γραικοί που τώρα λέγονται Έλληνες
Πολλοί συγγραφείς, βασιζόμενοι στον ορισμό του Ισοκράτη, υποστηρίζουν πως η ελληνικότητα δεν έχει φυλετικό περιεχόμενο. Ωστόσο, στους αρχαίους Ολυμπιακούς αγώνες η συμμετοχή βασιζόταν σαφώς στην Ελληνικότητα, η οποία νομιζόταν με βάση την καταγωγή, όπως αποδεικνύει ο τρόπος με τον οποίο κατάφερε να λάβει μέρος σε αυτούς ο Αλέξανδρος Α' ο Μακεδών (Ηρόδοτος, 5, 22):
λέξανδρος δ πειδ πέδεξε ς εη ργεος, κρίθη τε εναι λλην κα γωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τ πρώτ.
ΜΕΤ. Ο Αλέξανδρος επειδή απέδειξε πως είναι Αργείος, κρίθηκε πως είναι Έλληνας και αγωνιζόμενος στο δρόμο του σταδίου ήρθε πρώτος.
Ο ίδιος ο Ισοκράτης δεν θεωρούσε τον παράγοντα της καταγωγής ως ασήμαντο, αλλά περηφανευόταν για την καθαρότητα της καταγωγής των Αθηναίων (Πανηγυρικός, 24) υποστηρίζοντας πως σε αντίθεση με άλλους, οι Αθηναίοι δεν ήταν «μιγάδες»:
Ταύτην γρ οκομεν οχ τέρους κβαλόντες οδ’ ρήμην καταλαβόντες οδ’ κ πολλν θνν μιγάδες συλλεγέντες
ΜΕΤ. Γιατί σ' αυτήν εδώ τη χώρα κατοικούμε, χωρίς να έχουμε διώξει άλλους από αυτήν, ούτε καταλαμβάνοντάς την όταν ήταν ακατοίκητη, ούτε αναμεμιγμένοι από πολλά έθνη
Ο Πλάτων ο Αθηναίος φιλόσοφος, δεν αφήνει επίσης καμιά αμφιβολία για το γεγονός πως η καταγωγή έπαιζε σημαντικό ρόλο στον ορισμό της ελληνικότητας (Μενέξενος, 245c-d), κάνοντας σαφή διαχωρισμό ανάμεσα σε φύσει και νόμω Έλληνες:
μόνοι δ μες οκ τολμήσαμεν οτε κδοναι οτε μόσαι. οτω δή τοι τό γε τς πόλεως γενναον κα λεύθερον βέβαιόν τε κα γιές στιν κα φύσει μισοβάρβαρον, δι τ ελικρινς εναι λληνας κα μιγες βαρβάρων. ο γρ Πέλοπες οδ Κάδμοι οδ Αγυπτοί τε κα Δαναο οδ λλοι πολλο φύσει μν βάρβαροι ντες, νόμ δ λληνες, συνοικοσιν μν, λλ’ ατο λληνες, ο μειξοβάρβαροι οκομεν, θεν καθαρν τ μσος ντέτηκε τ πόλει τς λλοτρίας φύσεως.
ΜΕΤ. μόνοι εμείς δεν τολμήσαμε ούτε να παραδοθούμε ούτε να ορκιστούμε. Γιατί είναι τόσο ευγενικό, ελεύθερο και βέβαιο το φρόνημα της πόλης και φυσικά μισεί το βαρβαρικό, επειδή αληθινά είμαστε Έλληνες μη αναμεμιγμένοι με βαρβάρους. Ούτε Πέλοπες ούτε Κάδμοι ούτε Αιγύπτιοι ούτε Δαναοί ούτε άλλοι πολλοί που είναι στη φύση τους βάρβαροι, αλλά κατά σύμβαση Έλληνες, συζούν με μας, αλλά Έλληνες, όχι ανάμικτοι με βαρβάρους κατοικούμε, και γι' αυτό το μίσος της ξένης φύσης καθαρά κληρονομήθηκε στην πόλη μας.
Ο Πλάτων στους Νόμους (692e-693a) αναφέρεται στον πόλεμο κατά των Περσών, όπου οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι, χάρη στην άμυνα που προέβαλαν κατόρθωσαν να αποφευχθεί η ανάμιξη Ελληνικών και βαρβαρικών γενών μεταξύ τους όπως ίσχυε στις περιοχές που είχαν κατακτηθεί από τους Πέρσες:
λλ' ε μ τό τε θηναίων κα τ Λακεδαιμονίων κοιν διανημα μυνεν τν πιοσαν δουλεαν, σχεδν ν δη πντ' ν μεμειγμνα τ τν λλνων γνη ν λλλοις, κα βρβαρα ν λλησι κα λληνικ ν βαρβροις, καθπερ ν Πρσαι τυρρανοσι τ νν διαπεφορημνα κα συμπεφορημνα κακς σπαρμνα κατοικεται.
MET. Αλλά χωρίς την κοινή απόφαση των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων να αμυνθούν στην επερχόμενη δουλεία, σχεδόν θα είχαμε τώρα ανάμιξη όλων των Ελληνικών γενών μεταξύ τους, και των βαρβάρων με τα Ελληνικά και των Ελληνικών με τα βάρβαρα, όπως και σε αυτά που κυβερνούν τυρρανικά οι Πέρσες έχοντας χωριστεί και συγκεντρωθεί κατοικούνται άσχημα διάσπαρτα.
Πολύ αργότερα, ο γεωγράφος Στράβων από την Αμάσεια (Γεωγραφικά, 17, 1) παρατηρεί για τους Αλεξανδρείς πως αν και ήταν μιγάδες, ήταν Έλληνες γιατί θυμόντουσαν τον Ελληνικό τρόπο ζωής.
κα γρ ε μιγάδες, λληνες μως νέκαθεν σαν κα μέμνηντο το κοινο τν λλήνων θους
ΜΕΤ. αν και μιγάδες, ήταν ανέκαθεν Έλληνες και θυμόντουσαν τον κοινό τρόπο ζωής των Ελλήνων
Ο Στράβων αναφέρεται και στο παρελθόν, λέγοντας πως οι άλλοι λαοί (εκτός από τους Κάρες που ως μισθοφόροι ήταν διασπαρμένοι σ' όλη την Ελλάδα) σπάνια μάθαιναν Ελληνικά και υιοθετούσαν τον Ελληνικό τρόπο ζωής (Γεωγραφικά, 14, 2):
τν γρ λλων οτ’ πιπλεκομένων πω σφόδρα τος λλησιν, οτ’ πιχειρούντων λληνικς ζν μανθάνειν τν μετέραν διάλεκτον, πλν ε τινες σπάνιοι κα κατ τύχην πεμίχθησαν κα κατ’ νδρα λίγοις τν λλήνων τισίν·
ΜΕΤ. Οι άλλοι [εκτός από τους Κάρες] δεν έρχονταν σε στενή επαφή με τους Έλληνες, ούτε επιχειρούσαν να ζουν Ελληνικά ή να μάθουν τη δικιά μας γλώσσα, εκτός από σπάνιες και κατα τύχη μεμονωμένες περιπτώσεις που αναμίχθηκαν με τους Έλληνες.
Στην ίδια χρονική περίοδο ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (Ρωμαϊκή Αρχαιολογία, 1, 89) αναφέρει πώς επέρχεται ο αφελληνισμός στους Έλληνες που συγκατοικούν κοντά με βαρβάρους.
πε λλοι γε συχνο ν βαρβάροις οκοντες λίγου χρόνου διελθόντος παν τ λληνικν πέμαθον, ς μήτε φωνν λλάδα φθέγγεσθαι μήτε πιτηδεύμασιν λλήνων χρσθαι, μήτε θεος τος ατος νομίζειν, μήτε νόμους τος πιεικες, μάλιστα διαλλάσσει φύσις λλς βαρβάρου
ΜΕΤ. επειδή άλλοι οι οποίοι συγκατοίκησαν ανάμεσα σε βαρβάρους, με το πέρασμα λίγου χρόνο ξέμαθαν κάθε τι Ελληνικό, έτσι ώστε ούτε Ελληνικά μιλούσανε, ούτε χρησιμοποιούσανε τα επιτηδεύματα των Ελλήνων, ούτε αναγνώριζαν τους ίδιους θεούς, ούτε τους επιεικείς νόμους, που περισσότερο διαχωρίζουν την Ελληνική από την βαρβαρική φύση
Ο Αισχίνης κατηγορεί τον Δημοσθένη (Κατά Κτησιφώντος, 172) ότι είναι ελληνίζων βάρβαρος λόγω της καταγωγής της μητέρας του. Βέβαια, εδώ υπάρχει εμπάθεια λόγω της πολιτικής αντιπαλότητας, όμως το γεγονός πως χρησιμοποιείται αυτός ο τρόπος επίθεσης αποδεικνύει τη σημασία που είχε η καταγωγή για έναν Αθηναίο της εποχής εκείνης.
Οκον π μν το πάππου πολέμιος ν εη τ δήμ, θάνατον γρ ατο τν προγόνων κατέγνωτε, τ δ’ π τς μητρς Σκύθης βάρβαρος λληνίζων τ φων· θεν κα τν πονηρίαν οκ πιχώριός στι.
MET. Λοιπόν από τον παππού του είναι εχθρός του δήμου, γιατί αυτός καταδικάστηκε σε θάνατο από τους προγόνους σας, και από τη μεριά της μητέρας του είναι Σκύθης βάρβαρος που μιλάει Ελληνικά, άρα και η κακία του δεν είναι ντόπιας προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου