ΠΕΡΣΕΣ
472 π.Χ.
ΑΤΟΣΣΑ
Είστε οι πρώτοι που ακούσατε το όνειρο και με συμβουλέψατε καλά για το
παλάτι και το γιο μου. Ας έχουν όλα καλή
έκβαση.
Όλα όσα είπατε θα τα κάνω στους θεούς και τους νεκρούς όταν γυρίσω στο
παλάτι.
Όμως θέλω να μάθω κι αυτό, φίλοι μου... Σε ποια μεριά της γης είναι η
Αθήνα;
ΧΟΡΟΣ
Μακριά. Στη δύση. Εκεί που δύει ο
βασιλιάς Ήλιος.
ΑΤΟΣΣΑ
Και τη λαχτάρησε ο γιος μου να την κατακτήσει;
ΧΟΡΟΣ
Γιατί όλη τη Ελλάδα θα γίνει τότε υπήκοος του βασιλιά.
ΑΤΟΣΣΑ
Έχουν κι αυτοί πολύ στρατό όσο εμείς;
ΧΟΡΟΣ
Τέτοιο που έκανε δεινά στους Μήδους.
ΑΤΟΣΣΑ
Τόξα βαστούν;
ΧΟΡΟΣ
Κοντάρι και ασπίδα. Και μάχονται σώμα με σώμα.
ΑΤΟΣΣΑ
Και έχουν πλούτη στα σπίτια τους;
ΧΟΡΟΣ
Φλέβα ασήμι υπάρχει σ’ αυτούς. Θησαυρός της γης.
ΑΤΟΣΣΑ
Ποιος τους εξουσιάζει και κυβερνάει
το στρατό;
ΧΟΡΟΣ
Κανενός άνδρα δεν ονομάζονται δούλοι ούτε υπήκοοι.
ΑΤΟΣΣΑ
Και πως στέκονται οι άνδρες και πολεμούν τους εχθρούς;
ΧΟΡΟΣ
Όπως και στο στρατό του Δαρείου αντίκρυ έμειναν και του προκάλεσαν πολλές
φθορές.
ΑΤΟΣΣΑ
Πες για τα καράβια.. Πως άρχισαν; Οι
Έλληνες πρώτοι ή ο γιος μου σίγουρος για τον εαυτό του;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Πρώτος άρχισε, δέσποινα, με την
οδηγία κάποιου κακού πνεύματος ή κάποιου θεού . Ήρθε απ’ το στρατό των Αθηναίων ένας στο γιο
σου και είπε:
«Όταν απλώσει η νύχτα το σκοτάδι θα
ξεφύγουν οι Έλληνες. Θα πιάσουν τα κουπιά και κρυφά θα σκορπιστούν για να
σωθούν. Όπως όπως».
Και μόλις τ’ άκουσε ο Ξέρξης, χωρίς να σκεφτεί δόλο του Έλληνα ή φθόνο θεού
φώναξε τους ναύαρχους όλους και
πρόσταξε: «Όταν πάψει ο Ήλιος να καίει το χώμα και υψωθεί το σκοτάδι, να παρατάξτε
τα καράβια σας να φράξετε το δρόμο
σε τρεις σειρές. Πυκνά. Και μ’ άλλα να
κυκλώσετε γύρω από το νησί του Αίαντα.
Και να φυλάτε τα στενά και τα περάσματα.
Αν απ’ τον κλοιό και το χαμό σωθούν οι Έλληνες βρίσκοντας δρόμο τα καράβια, πήρα απόφαση. Θα πεθάνετε».
Έτσι τους είπε. Βέβαιος και ανύποπτος – δεν ήξερε οι θεοί τι μελετούσαν.
Και την ίδια ώρα οι Έλληνες
ήρεμα και πειθαρχημένοι ετοίμαζαν να
φάνε. Οι ναύτες περνούσαν τα κουπιά
στους σκαρμούς και μετά που έδυσε ο ήλιος και η νύχτα έρχονταν πέρασαν όλα τα
καράβια σε σχηματισμούς. Παρακινούσαν και κρατούσαν την τάξη όπως ορίστηκε ο
καθένας. Προχωρούσε η νύχτα και τελείωνε
και αυτοί πουθενά δε δοκίμασαν να φύγουν.
Και όταν ξημέρωσε, όταν ανέβηκε το άρμα της ημέρας τότε απ’ τα καράβια τους αντήχησε χαρούμενη
βοή σαν τραγούδι και τα βράχια γύρω αντιλάλησαν. Φόβος μας έπιασε που γελαστήκαμε. Δεν ήταν το τραγούδι τους
ήχος φυγής . Παιάνας ήταν. Να ορμήσουν.
Και οι σάλπιγγες τους φλόγιζαν τα κουπιά αμέσως τότε ακούστηκε το σύνθημα.
Και τα καράβια ήρθαν γρήγορα μπροστά μας.
Πρώτη προχώρησε η δεξιά πλευρά. Αλφαδιασμένα. Και όλα τα άλλα πίσω τους. Και αντήχησε τότε
μυριόστομο: «Παιδιά της Ελλάδας προχωράτε, λευτερώστε την Πατρίδα.
Λευτερώστε τα παιδιά, τις γυναίκες, τους βωμούς των πατρώων θεών, και των
προγόνων τους τάφους. Τώρα ο Αγώνας για
όλα»
Τότε και μεις αρχίσαμε να φωνάζουμε δυνατά
στα περσικά, απάντηση στην κραυγή τους. Και δεν υπήρχε ώρα για
καθυστερήσεις. Οδηγήσαμε τα καράβια μας
κοντά στα δικά τους. Το εμβόλισμα το άρχισε ένα Ελληνικό (εικ.) σ’ ένα Φοινικικό (εικ.).
Μπερδεύτηκαν κουπαστές και πρύμνες.
Τα συνέτριψε. Και τότε έγινε ολοκληρωτική επίθεση. Στην αρχή
άντεχαν οι γραμμές μας. Μα όταν πύκνωσαν τα καράβια στο στενό φράκαραν όλα. Έπεφταν το ένα στ’ άλλο. Άνοιγαν οι πρώρες σπάζαν τα
κουπιά. Μεταξύ μας βυθιζόμασταν. Και τότε τα Ελληνικά έτρεχαν γύρω μας με τέχνη
και γρηγοράδα. Μας χτυπούσαν. Άνοιγαν τα
καράβια μας και θάλασσα δεν φαίνονταν. Γεμάτη κορμιά πνιγμένων και ναυάγια. Και
σαν μυρμήγκια στις παραλίες οι νεκροί. Τότε όσα μας έμειναν άρχισαν να φεύγουν.
Μα τότε αυτοί σα να καμάκιζαν
τρεχόψαρα ή να’σερναν τρανή ψαριά μας χτυπούσαν με τα κουπιά τους και με
κομμάτια άρμενα μας τσάκιζαν τις ραχοκοκαλιές και βογκούσε όλη η θάλασσα
από τα κλάματα και τον πόνο. Όλη τη μέρα ώσπου νύχτωσε. Δέκα μέρες να μιλούσα
για τα κακά που πάθαμε δε θα τα τέλειωνα όλα. Να το πω έτσι. Τόσοι νεκροί σε
μια μέρα μέσα ποτέ δεν ξανάγινε.
ΑΤΟΣΣΑ
Ωι ! Μεγάλο πέλαγος κακού χύθηκε πάνω στους Πέρσες και σε όλο το βαρβαρικό
γένος!
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
ΧΟΡΟΣ
Δία Βασιλιά, τώρα της Περσίας της μεγάλης, περήφανης,
το στρατό τον κατάστρεψες. Τα Σούσα και τα Εκβάτανα στο πένθος το μαύρο και βαρύ τα βύθισες. Οι
Περσίδες τα πέπλα τους ξεσκίζουν και
κλαιν και ποτάμι δάκρυα χύνουν χτυπώντας τα στήθια τους και
μετέχοντας στο κοινό το πένθος. Οι νιόπαντρες τώρα που λαχταρούσαν να δουν τους
συζύγους τους θα μείνουν μόνες. Της αγάπης την κλίνη - τη χαρά της ηδονόλατρης νιότης - τη χάσαν. Και κλαιν ατελείωτα. Κι εγώ το χαμό
των χαμένων βαρύπενθα μοιρολογώ.
Όλη η γη της
Ασίας κλαίει και έχει ερημώσει.
Τους πήρε ο Ξέρξης τους χάλασε ο Ξέρξης
όλα ο Ξέρξης τα σώριασε άμυαλα. Πάνω στα πλοία! Μήπως κι ο Δαρείος ο τοξομάχος
προστάτης τότε, τη χώρα δε σάρωσε;
Τους πεζούς και τους ναύτες τα λινοφτέρουγα μαύρα καράβια
τους έφεραν. Αχ! Τα καράβια τους χάλασαν. Αχ! Τα καράβια με τα έμβολα που τα
πάντα ρημάζουν.
Κι απ’ των Ιώνων τα χέρια ο βασιλιάς μας ο ίδιος μόλις που ξέφυγε στους
κάμπους της Θράκης και στους δυσπέραστους δρόμους της.
Κι όσους πρώτους, αλίμονο, τους άρπαξε μοίρα, στις ακτές της Κυχρείας αχ, ξεβράζονται. Στέναζε, σπάραζε.
Γέμιζε θρήνο πικρό τα ουράνια. Αχ! Φώναξε, φώναξε με κραυγή σπαρακτική.
Δαγκωμένους, από την άγρια θάλασσα, αλίμονο, τους σκίζουν κομμάτια
φευ, τα σκυλόψαρα. Αχ, κλαίνε τους χαμένους τα έρημα τα σπίτια. Γονείς έμειναν χωρίς τα παιδιά τους. Πάθη
μοιρόγραφτα. Αχ! Κλαίνε ακούγοντας τη φρίκη την τελειωτική.
Οι λαοί της Ασίας σε λίγο δεν θα υπακούν την Περσία. Δεν θα πληρώνουν τους αναγκαίους φόρους Ούτε στη γη θα σκύβουν
προσκυνώντας. Του βασιλιά η ισχύς όλη κατέρρευσε.
Ούτε τη γλώσσα θα κρατούν οι θνητοί.
Λύθηκε πια. Πάει. Θα φωνάζουν ελεύθερα.
Σπασμένα ο ζυγός και τα χαλινάρια.
Των Περσών τη δύναμη την κρατάει. του Αίαντα το φημισμένο νησί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου