Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014



ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΤΕ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΤΕ ΣΕ ΠΟΙΟ ΕΙΔΟΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΑΝΗΚΟΥΝ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ  1 
     
ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ
Έτσι που να σε αξιώσουν οι αγαπημένες Μούσες,1 Λαμπρίσκε,
να δεις προκοπή και να χαρείς τη ζωή σου,
άργασε του τα πλευρά, ώσπου η ψυχή του η ελεεινή
μόλις που να κρατηθεί στα χείλια του.
Μου ρήμαξε το σπίτι μου της άμοιρης παίζοντας κορώνα-γράμματα·5
βλέπεις, δεν του φτάνουν πια τα κότσια,2 Λαμπρίσκε,
αλλά πάει πλέον από το κακό στο χειρότερο.
Πού πέφτει βέβαια η πόρτα του δασκάλου
-και η φαρμακερή τριακοστή3 ζητάει τα δίδακτρα,
ας κλαίω εγώ με μαύρο δάκρυ-
δεν είναι σε θέση να σου πει χωρίς να σκεφθεί.
Αν είναι όμως για τη λέσχη,
όπου ξημεροβραδιάζονται οι χαμάληδες και οι δραπέτες,
γνωρίζει άριστα να ξεναγήσει και άλλους.
Και η δόλια η πλάκα του, που τυραννιέμαι
να την στρώνω με κερί μήνα τον μήνα,15
κείτεται ορφανή μπροστά στο πόδι του κρεβατιού
προς την πλευρά του τοίχου·
εκτός και αν, καμιά φορά, δεήσει να την κοιτάξει
σαν να βλέπει μπροστά του τον Άδη,
όχι βέβαια για να γράψει τίποτα της προκοπής,
μόνο και μόνο για να την καταγρατζουνίσει.
Τα κότσια όμως, τοποθετημένα στις θήκες και στα δίχτυα,20
γυαλίζουν πολύ πιο πολύ και από το λαδικό μας,
που το χρησιμοποιούμε μέρα νύχτα.
Δεν ξέρει να ξεχωρίσει ούτε το γράμμα άλφα,
αν κάποιος δεν ξελαρυγγιαστεί να του επαναλαμβάνει
πέντε φορές τα ίδια πράματα.
Όταν προχθές ο πατέρας του
τον μάθαινε να συλλαβίζει τη λέξη Ορέστης,
τον Ορέστη ο προκομμένος μου τον έκανε ρέστα.425
Τότε πια είπα ότι δεν είμαι παρά ένας βλάκας,
αφού δεν τον αφήνω να βόσκει γαϊδάρους,
αλλά τον μαθαίνω γράμματα,
νομίζοντας ότι θα έχω κάποιον
να μου παρασταθεί στις δύσκολες ώρες.
Και όταν καμιά φορά, ή εγώ ή ο πατέρας του,30
γέρος άνθρωπος που υποφέρει από τα αφτιά του και τα μάτια του,
του ζητήσουμε, σαν παιδάκι που είναι,
να μας απαγγείλει κανένα μονόλογο,
μόλις αρχίζει να κουβαλάει νερό με το κόσκινο
«πολλον ... γρε...»,5
«αυτό», λέω, «κακομοίρη μου,
θα σου το πει και η γιαγιά σου, ας είναι αγράμματη,35
και ο τελευταίος δούλος από τη Φρυγία».6
Και αν πούμε να υψώσουμε κάπως τη φωνή,
ή ξεχνάει τρία μερόνυχτα το κατώφλι του σπιτιού,
και την πληρώνει η γιαγιά του,
μια γριά γυναίκα που δεν έχει ψωμί να φάει,
ή απλώνει τα ξερά του πάνω στη στέγη40
και κάθεται σαν τη μαϊμού, σκύβοντας κάτω.

Να ξερες πώς υποφέρω μέσα μου με το χάλι του όταν τον βλέπω.
Και όχι πως με νοιάζει τόσο για του λόγου του,
αλλά δεν μένει κεραμίδι για κεραμίδι,
γίνονται θρύψαλα σαν παξιμάδια.
Και όταν πλησιάζει ο χειμώνας,45
κλαίγοντας πληρώνω τρία όβολα7 το κομμάτι·
γιατί ολόκληρο το τετράγωνο βοά μ ένα στόμα:
«αυτά είναι έργα του Κότταλου, του γιου της Μητροτίμης».8
Και είναι αλήθεια, κι έτσι αναγκάζομαι και το βουλώνω.
Δες πώς κάηκε η πλάτη του ολόκληρη,50
έτσι που σέρνει τη χαμένη του ζωή μέσα στα δάση,
όπως οι ψαράδες της Δήλου9 στη θάλασσα.
Πότε ο μήνας έχει επτά και πότε είκοσι10
το γνωρίζει καλύτερα και από τους αστρονόμους·
και όταν σκέφτεται τις μέρες που έχετε αργία,55
δεν του κολλάει ύπνος.
Όμως, αν είναι, Λαμπρίσκε, αυτές εδώ11
να σου τα φέρουν δεξιά στη ζωή σου
και να δεις προκοπή, μην του δώσεις λιγότερες-
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
Σταμάτα να παρακαλάς, Μητροτίμη·
δεν πρόκειται να φάει λιγότερες.
Πού είσαι, Ευθίη, Κόκκαλε, Φίλλε;1260
Σηκώστε τον στο άψε-σβήσε στους ώμους,13
να δει αστεράκια.
Εύγε σου, Κότταλε, με τα κατορθώματά σου.
Δεν σου αρκεί πια να παίζεις με τα κότσια όπως αυτοί,
αλλά γυροκοπάς στη λέσχη με τους χαμάληδες65
και παίζεις κορώνα-γράμματα.
Θα σε κάνω εγώ πιο κόσμιο και από κορίτσι,
να μην πειράζεις ούτε άχυρο, αν αυτό είναι που θέλεις.
Πού είναι το τσουχτερό λουρί, το βούνευρο,14
που το χω για να μαστιγώνω όσους κρατώ
με χειροπέδες και στην απομόνωση;
Για να μου το δώσει κάποιος στο χέρι, προτού ξεράσω χολή.70
ΚΟΤΤΑΛΟΣ
Μη, Λαμπρίσκε, ικετεύω, μη,
στο όνομα των Μουσών, στα γένια σου,
στη ζωή του Κοτταλάκου·
μη με δείρεις με το τσουχτερό, αλλά με το άλλο.
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
Είσαι πονηρός, Κότταλε, και κανένας,
ακόμη και για πούλημα να σε είχε,
λόγο καλό για σένα δεν θα βρισκε,75
ούτε στον τόπο όπου τα ποντίκια τρων το σίδερο.15
ΚΟΤΤΑΛΟΣ
Σε ικετεύω, Λαμπρίσκε,
πόσες σκοπεύεις να μου ρίξεις, πόσες;
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
Ρώτησε αυτήν, όχι εμένα.
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
Ωχ! Πόσες θα μου δώσετε;
‹ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ›
Ζωή να χω, όσες αντέξει το βρομοτόμαρό σου.80
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
Σταμάτα· φτάνει, Λαμπρίσκε,
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
Σταμάτα και εσύ να κάνεις βρομοδουλειές.
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
Δεν θα ξανακάνω, δεν θα ξανακάνω·
ορκίζομαι, Λαμπρίσκε, στις αγαπημένες Μούσες.
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
Μια γλώσσα που την έχεις του λόγου σου.
Έτσι και ξανακάνεις κιχ, σου βάζω κατευθείαν το φίμωτρο.1685
ΚΟΤΤΑΛΟΣ
Κοίτα, σωπαίνω. Μη με σκοτώσεις, σε ικετεύω.
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
Αφήστε τον, Κόκκαλε.
ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ
Δεν πρέπει να σταματήσεις, Λαμπρίσκε.
Δείρ τον ώσπου να δύσει ο ήλιος.
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
...............................................................................›
ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ
Στην πονηρία όμως
είναι παρασάγγες πιο μπροστά και από την αλεπού
και πρέπει -εν ανάγκη και πάνω από το βιβλίο του ο χαμένος-90
να φάει τουλάχιστον άλλες είκοσι,
ακόμα και αν πρόκειται να διαβάσει καλύτερα
και από την ίδια την Κλειώ.17
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
Χα, χά !
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
Είθε η γλώσσα σου να πλυθεί στο μέλι, έστω και εν αγνοία σου.18
‹ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ›
Θα πάω στο σπίτι, Λαμπρίσκε,
θα πω τα καθέκαστα στον γέροντα95
-στερνή μου γνώση-
και θα γυρίσω με αλυσίδες,
για να τον βλέπουνε οι Μούσες που τις μίσησε
να πηδά εδώ μέσα πεδουκλωμένος.

(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)


 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ  2  
(ΓΕΤΑΣ)
Ξεχάσατε, είπες,το καζάνι; Είστε τύφλα στο μεθύσι και κοιμάστε.
Και τώρα τι θα κάνουμε;
Απ ό ,τι βλέπω πρέπει να ενοχλήσουμε τους γείτονες του θεού.
Νεαρούλη. Μα τους θεούς, θλιβερότερα δουλικά460
δεν νομίζω να υπάρχουν πουθενά στον κόσμο.
Νεαροί. Άλλο από πήδημα δεν ξέρουν
-ε, ομορφόπαιδα- και να βγάζουν γλώσσα,
όταν πιάνονται στα πράσα. Νεαρέ.
Τι ναι τούτο το κακό; Ε, υπηρέτες.
Δεν υπάρχει ψυχή μέσα.
Έε! Βλέπω κάποιον να τρέχει καταδώ.465
ΚΝΗΜΩΝ
Γιατί αγγίζεις την πόρτα, χαμένο κορμί; Μίλα.
‹ΓΕΤΑΣ›
Μη με δαγκώσεις.
(ΚΝΗΜΩΝ)
Βρε θα σε φάω ζωντανό, μα τον Δία.
(ΓΕΤΑΣ)
Για τ όνομα των θεών, μη.
(ΚΝΗΜΩΝ)
Εγώ και εσύ, αλιτήριε, έχουμε μήπως κάποιο συμβόλαιο;
(ΓΕΤΑΣ)
Κανένα συμβόλαιο. Γι αυτό και εγώ470
δεν ήρθα για να ζητήσω να μου εξοφλήσεις κάποιο χρέος
ούτε κουβάλησα κλητήρες,
ήρθα να δανειστώ ένα καζάνι;
(ΚΝΗΜΩΝ)
Καζάνι;
(ΓΕΤΑΣ)
Καζάνι.
‹ΚΝΗΜΩΝ›
Τι νόμισες, κάθαρμα, ότι θυσιάζω βόδια
και κάνω αυτά που κάνετε του λόγου σας;
(ΓΕΤΑΣ)
Εσύ; Βρε ούτε σαλιγκάρι, αν θες τη γνώμη μου.11475
Να είσαι καλά, άνθρωπε μου. Μου είπαν οι γυναίκες
να χτυπήσω την πόρτα και να ζητήσω ένα καζάνι.
Το έκανα. Δεν υπάρχει. Γυρνάω πίσω και τους λέω «δεν υπάρχει».
Ω πολυτίμητοι θεοί, φίδι κολοβό είναι ο άνθρωπος.12

 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ  3 
 
ΘΥΡΣΗΣ
Γλυκύτατα, γιδοβοσκέ, τραγουδάει θροΐζοντας
και το πεύκο εκείνο πλάι στην πηγή,
γλυκιά μελωδία παίζεις κι εσύ με τη σύριγγα·1
μετά τον Πάνα2 θα λάβεις το δεύτερο βραβείο.
Αν εκείνος κερδίσει τράγο κερασφόρο, εσύ θα πάρεις αίγα·
αν πάλι πάρει εκείνος αίγα ως έπαθλο, σ εσένα πέφτει το κατσίκι·35
του κατσικιού το κρέας είναι τρυφερό, ώς την ώρα που θα το αρμέξεις.
ΑΙΠΟΛΟΣ
Το δικό σου τραγούδι, βοσκέ, είναι πιο γλυκό
και από εκείνο το νερό που κελαρύζει
καθώς κυλάει ψηλά από το βράχο.
Αν οι Μούσες πάρουν δώρο την προβατίνα,
εσύ θα λάβεις ως έπαθλο αρνί της μάντρας·
αν πάλι εκείνες θελήσουν να πάρουν αρνί,10
εσύ θα έχεις τότε την προβατίνα.


 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ  4
Η καρδιά όμως της Μήδειας δεν ξεκολλούσε, άλλο δεν σκεφτόταν,
έστω και αν έπαιζε. Και όποτε άρχιζε να παίζει κάτι,
ό,τι και αν ήταν, τίποτα δεν την έθελγε ούτε την έτερπε πολλή ώρα.950
Άξαφνα σταματούσε αμήχανη.
Ούτε στιγμή δεν μπορούσε να καθηλώσει το βλέμμα της
πάνω στις δούλες, έστρεφε ανήσυχη το πρόσωπο
και κοίταζε μακριά τους δρόμους.
Πολλές φορές εράγισε η καρδιά μέσα στα στήθια της,
όταν δεν γνώριζε αν ο ήχος που έτρεχε πλάι της955
ήτανε από βήματα ή τον άνεμο.
Όμως σε λίγο, ενώ την έφλεγε ο πόθος,
εφανερώθη εμπρός της, ίδιος ο Σείριος3
που αφήνει τον Ωκεανό4 και ανεβαίνει ψηλά στον ορίζοντα,
που είναι χάρμα να τον βλέπεις όταν ανατέλλει υπέρλαμπρος,
φέρνει όμως ανείπωτη συμφορά στα κοπάδια.
Έτσι εστάθη εμπρός της ο Αισονίδης,5 εξαίσιος να τον κοιτάζει,960
όμως ήρθε και ξύπνησε το μαρτύριο του ολέθριου πάθους.
Η καρδιά της πέταξε από τα στήθη της, τα μάτια της σκοτείνιασαν,
στα μάγουλά της απλώθηκε ζεστή πορφύρα·
δεν είχε δύναμη να σηκώσει τα γόνατά της,
να προχωρήσει εμπρός ή πίσω,
τα πόδια της καρφώθηκαν στο χώμα.965
Οι δούλες όλες απομακρύνθηκαν ήδη από κοντά τους.
Εκείνοι άφωνοι και αμίλητοι έστεκαν μόνοι, πρόσωπο με πρόσωπο·
έμοιαζαν με δρυς ή έλατα πανύψηλα
που ριζωμένα πάνω στα όρη, ασάλευτα στην αρχή
μέσα στη νηνεμία, έπειτα παίρνουν να κινούνται970
από τις ριπές του ανέμου και ηχούν ακαταπαύστως.
Έτσι και αυτοί είχαν να πουν πολλά καθώς τους παρέσερναν
οι πνοές του Έρωτα.

 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 5

Πολλές φορές με ολοφυρμούς πάνω σε τούτο τον τάφο
κάλεσε την αγαπημένη της κόρη, που χάθηκε πρόωρα,
η μητέρα της η Κλείνα, γυρεύοντας να φέρει πίσω την ψυχή της Φιλαινίδας,
που πριν φτάσει στο γάμο, διάβηκε τα χλωμά νερά του Αχέροντα.


Χρησιμοποιήθηκαν οι παρακάτω σύνδεσμοι:

http://www.greek-language.gr/Resources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html


http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/b/b2/Otricoli_Zeus_-_1889_drawing.jpg/414px-Otricoli_Zeus_-_1889_drawing.jpg